πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακριτικό τα διακριτικά
      γενική του διακριτικού των διακριτικών
    αιτιατική το διακριτικό τα διακριτικά
     κλητική διακριτικό διακριτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακριτικό ουδέτερο

  1. γνώρισμα ή σημάδι που χαρακτηρίζει ή διαφοροποιεί
     δείτε και τις λέξεις σήμα, γαλόνι, οικόσημο, σύμβολο, λογότυπο και εθνόσημο
  2. διακριτικό σημάδι στη γραφή όπως τόνος, πνεύμα, σημάδι προσωδίας
      παραδειγματα
    ελληνικά γράμματα με διακριτικά:     ΐ
    λατινικά γράμματα με διακριτικά: é   É   ü   ô
     δείτε την Κατηγορία:Διακριτικά σημάδια (νέα ελληνικά)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία