προσωδία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσωδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσῳδία < προσ- + -ῳδία < ᾠδή
- για τον όρο γλωσσολογίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική intonation [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.soˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σω‐δί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐ω‐δί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσωδία θηλυκό
- (ποίηση, (μετρική) η διάκριση των φωνηέντων (και των αντίστοιχων συλλαβών τους) σε μακρόχρονα και βραχύχρονα και η σχετική προφορά τους
- (γλωσσολογία) τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με ή συνοδεύουν τον προφορικό λόγο (ένταση φωνής, διακυμάνσεις, παύσεις κ.λπ.)
Συγγενικά επεξεργασία
- προσωδιακά
- προσωδιακός
- → και δείτε τις λέξεις προς, ωδή και άδω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προσωδία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας