Δείτε επίσης: προσῳδία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωδία οι προσωδίες
      γενική της προσωδίας των προσωδιών
    αιτιατική την προσωδία τις προσωδίες
     κλητική προσωδία προσωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσωδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσῳδία < προσ- + -ῳδία < ᾠδή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.soˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σω‐δί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐ω‐δί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσωδία θηλυκό

  1. (ποίηση, (μετρική) η διάκριση των φωνηέντων (και των αντίστοιχων συλλαβών τους) σε μακρόχρονα και βραχύχρονα και η σχετική προφορά τους
  2. (γλωσσολογία) τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με ή συνοδεύουν τον προφορικό λόγο (ένταση φωνής, διακυμάνσεις, παύσεις κ.λπ.)
     συνώνυμα: επιτονισμός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία