φωνή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωνή | οι | φωνές |
γενική | της | φωνής | των | φωνών |
αιτιατική | τη | φωνή | τις | φωνές |
κλητική | φωνή | φωνές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωνή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φωνή < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰoh₂neh₂ < *bʰeh₂- (μιλώ, φημί)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /foˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐νή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωνή θηλυκό
- ο ήχος που παράγεται από τον αέρα που ξενικά από τους πνεύμονες, όταν πάλλει τις φωνητικές χορδές του λάρυγγα και μορφοποιείται από τα όργανα της στοματικής και ρινικής κοιλότητας (ανθρώπων και ζώων)
- η ικανότητα / δυνατότητα παραγωγής ήχων, τόνων και γενικότερα φωνής
- ⮡ δυνατή / γλυκιά / βραχνή / ψιθυριστή / πνιγμένη / στεντόρεια φωνή
- ⮡ τα δέντρα δεν έχουν φωνή
- (πληθυντικός) δυνατές ομιλίες, κραυγές, φασαρία, θόρυβος
- ⮡ οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι το δρόμο
- (μεταφορικά) ο ήχος ή σύνολο ήχων που βγάζουν τα άψυχα αντικείμενα
- ⮡ η φωνή του δάσους / της θάλασσας / του ανέμου
- (συνεκδοχικά) μια προσωπικότητα με κύρος
- ⮡ η φωνή του τάδε έχει μεγάλη απήχηση στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής
- (μεταφορικά) το εσωτερικό συναίσθημα, η προαίσθηση που μας επιβάλλει / προτρέπει / αποτρέπει ένα τρόπο συμπεριφοράς
- ⮡ η φωνή της συνείδησης / του καθήκοντος / της καρδιάς / της φύσης / της λογικής
- μια γνώμη ή μια θέση που παίρνει δημοσιότητα
- ⮡ η φωνή διαμαρτυρίας / δυσαρέσκειας / αγανάκτησης / του λαού / της μειοψηφίας / της επαρχίας
- (γραμματική) ομάδα καταλήξεων και άλλων μορφολογικών χαρακτηριστικών των ρηματικών τύπων που δηλώνουν μία διάθεση - Οι κατηγοριοποιήσεις για τη φωνή και τη διάθεση συνήθως συμπίπτουν, αλλά όχι πάντοτε.
- ⮡ Στα ελληνικά, η φωνή σε -ομαι δηλώνει συνήθως πάθος (όπως «τραυματίζομαι»), μερικές φορές όμως, δηλώνει ενέργεια (όπως «εργάζομαι»).
- → δείτε τους όρους ενεργητική φωνή, παθητική φωνή, μέση φωνή και μεσοπαθητική φωνή
- → δείτε τους όρους ενεργητική διαθεση, παθητική διάθεση και μέση διάθεση
- (γλωσσολογία) άλλη ονομασία του φθόγγου
- (μουσική)
- καθεμιά από τις μελωδίες που συνηχούν αρμονικά σε ένα μουσικό έργο
- → δείτε τις λέξεις πολυφωνία και τετραφωνικός, πρώτη φωνή, δεύτερη φωνή
- η ικανότητα να τραγουδάει κάποιος
- ⮡ έχει φωνή ψάλτη
- καθεμιά από τις μελωδίες που συνηχούν αρμονικά σε ένα μουσικό έργο
Εκφράσεις
επεξεργασία- ακολουθώ τη φωνή της λογικής / ακολουθώ τη φωνή της καρδιάς: συμπεριφέρομαι με βάση τη λογική, το συναίσθημα
- ακούω φωνές: έχω ακουστικές παραισθήσεις (που μπορεί να είναι και ένδειξη ψυχικής διαταραχής)
- βάζω τις φωνές, μπήγω τις φωνές: φωνάζω δυνατά, διαμαρτύρομαι, μαλώνω (με) κάποιον
- κατά φωνή (κι ο γάιδαρος / και το πουλί): για κάποιον που εμφανίζεται ξαφνικά τη στιγμή ακριβώς που γίνεται λόγος για αυτόν
- με μια φωνή: για απόλυτη ταύτιση απόψεων, ομοφωνία, σαν ένας άνθρωπος
- ούτε φωνή ούτε ακρόαση
- υψώνω τη φωνή ή χαμηλώνω τη φωνή: φωνάζω από θυμό / μιλάω ήπια
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω (φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ): για αδιαφορία σε σωστές υποδείξεις ή συμβουλές
- φωνή λαού, οργή Θεού: για δίκαιη διαμαρτυρία, αγανάκτηση
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φων-
φων-
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωνή
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φωνή | αἱ | φωναί |
γενική | τῆς | φωνῆς | τῶν | φωνῶν |
δοτική | τῇ | φωνῇ | ταῖς | φωναῖς |
αιτιατική | τὴν | φωνήν | τὰς | φωνᾱ́ς |
κλητική ὦ! | φωνή | φωναί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φωνᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φωναῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαφωνή < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *pʰōnā́ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰoh₂neh₂ < *bʰeh₂- (μιλώ, φημί)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωνή θηλυκό
- η φωνή ανθρώπου και γενικά ο ήχος που βγάζουν άψυχα και έμψυχα (η κραυγή/ήχος ζώου, ο ήχος μουσικού οργάνου, των κυμάτων κ.λπ.)
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 11.61 @scaife.perseus
- Διὰ τί τοῦ χειμῶνος αἱ φωναὶ βαρύτεραι; ἢ ὅτι παχύτερος ὁ ἀήρ, παχυτέρου δὲ ὄντος βραδυτέρα ἡ κίνησις, ὥσθ’ ἡ φωνὴ βαρυτέρα. ἢ διότι διὰ τῶν στενῶν βραδύτερον χωρεῖ ὁ ἀήρ, συμφράττεται δὲ τὸ περὶ τὸν φάρυγγα ὑπό τε τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ ἐπιρρέοντος φλέγματος.
- ⮡ ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν (Αριστοτέλης)
- ⮡ ἡ φωνή αὐτοῦ ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 11.61 @scaife.perseus
- η γλώσσα (που μιλά κάποιος)
- ⮡ μανθάνω τὴν Ἑλληνικὴν φωνήν - μαθαίνω την ελληνική γλώσσα
- η ρήση, η αποφθεγματική φράση, η άποψη
- ⮡ ἡ τοῦ Σωκράτους φωνή (Πλούταρχος)
- οι φωνασκίες, οι δυνατές φωνές
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἀπὸ φωνῆς (του....): καθ' υπαγόρευση του...
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φων-
φων-
- πάνω από 250 Λέξεις με 'φωνή' @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως: (δείτε τα συγγενικά και σύνθετά τους)
σύνθετα:
- -φωνέω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φωνέω στο Βικιλεξικό
- -φωνία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φωνία στο Βικιλεξικό
- -φωνος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φωνος στο Βικιλεξικό
- φωνο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φωνο- στο Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- φωνή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φωνή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.