Ετυμολογία

επεξεργασία
voco < voc- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική voco vocoj
αιτιατική vocon vocojn

voco (eo)

  1. η φωνή
  2. (μεταφορικά) η ψήφος



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

voco (io)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
voco < *wekʷ- (μιλώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈwo.koː/
 

voco (la), vocavi, vocatum, vocare