• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μιλώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : μιλῶ

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Άλλες μορφές
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
μιλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μιλῶ, ὁμιλῶ < ελληνιστική κοινή ὁμιλέω, -ῶ, αρχαία σημασία: συναναστρέφομαι.[1] Δείτε και ὅμιλος

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈlo/

Ρήμα

επεξεργασία

μιλάω/μιλώ, πρτ.: μιλούσα/μίλαγα, στ.μέλλ.: θα μιλήσω, αόρ.: μίλησα, παθ.φωνή: μιλιέμαι, π.αόρ.: μιλήθηκα, μτχ.π.π.: μιλημένος

  • άλλη μορφή του μιλάω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ομιλώ (επίσημο, καθαρεύουσα)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ μιλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μιλώ&oldid=5285378"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:20

Γλώσσες

    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Suomi
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 日本語
    • 한국어
    • Kurdî
    • Lietuvių
    • Occitan
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • தமிழ்
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:20.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας