↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μιλημένος η μιλημένη το μιλημένο
      γενική του μιλημένου της μιλημένης του μιλημένου
    αιτιατική τον μιλημένο τη μιλημένη το μιλημένο
     κλητική μιλημένε μιλημένη μιλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μιλημένοι οι μιλημένες τα μιλημένα
      γενική των μιλημένων των μιλημένων των μιλημένων
    αιτιατική τους μιλημένους τις μιλημένες τα μιλημένα
     κλητική μιλημένοι μιλημένες μιλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μιλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μιλάω, μιλώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.liˈme.nos/

μιλημένος, -η, -ο

  • συνεννοημένος
    ήταν μιλημένοι από πριν
    τα είχανε μιλημένα: τα είχαν συμφωνημένα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία