ὅμιλος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ὅμιλος | ὁμίλω | ὅμιλοι |
Γενική | ὁμίλου | ὁμίλοιν | ὁμίλων |
Δοτική | ὁμίλῳ | ὁμίλοιν | ὁμίλοις |
Αιτιατική | ὅμιλον | ὁμίλω | ὁμίλους |
Κλητική | ὅμιλε | ὁμίλω | ὅμιλοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ὅμῑλος αρσενικό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ὅμιλος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ὅμιλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Επεξεργασία
- ↑ «όμιλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.