-ιλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία-ιλος < -ιλο- + -ς, ή παράλληλος τύπος ... < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- Δεν ευσταθεί η εκδοχή της αναγωγής στο ἴλη < *Ϝελ-νᾱ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *welH-, καθώς «δεν υπάρχουν ίχνη» του δίγαμμα στα σύνθετα. Επίσης, η σημασία της «στρατιωτική ομάδα» θα πρόσδινε στα σύνθετα πλεοναστικό χαρακτήρα. [1]
- Κατά τον Beekes, [2] είναι προελληνική ς προέλευσης, όπου συναντάμε συχνά -ιλ-ο- (καθώς και την παράλληλη μορφή -ιλλ-ο-). Παραπέμπει επίσης στο άμιλλα.
Επίθημα
επεξεργασία-ιλος αρσενικό
- παραγωγική κατάληξη για το σχηματισμό ουσιαστικών που δηλώνουν ... → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «όμιλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ s.v. «ὅμιλος» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.