πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρόβιλος οι στρόβιλοι
      γενική του στροβίλου
& στρόβιλου
των στροβίλων
    αιτιατική τον στρόβιλο τους στροβίλους
     κλητική στρόβιλε στρόβιλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Στρόβιλοι παραγωγής ενέργειας σε εργοστάσιο.
Στρόβιλος άμμου στην έρημο.

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρόβιλος για τη μετεωρολογία και φυσική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρόβιλος < αρχαία ελληνική στρόβος < στρέφω
για την τεχνολογία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική turbine[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρόβιλος οἱ στρόβιλοι
      γενική τοῦ στροβίλου τῶν στροβίλων
      δοτική τῷ στροβίλ τοῖς στροβίλοις
    αιτιατική τὸν στρόβιλον τοὺς στροβίλους
     κλητική ! στρόβιλε στρόβιλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στροβίλω
γεν-δοτ τοῖν  στροβίλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρόβιλος < στρόβ(ος) (περιστροφή) + -ιλος [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρόβιλος αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.