Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στροβιλοειδής η στροβιλοειδής το στροβιλοειδές
      γενική του στροβιλοειδούς* της στροβιλοειδούς του στροβιλοειδούς
    αιτιατική τον στροβιλοειδή τη στροβιλοειδή το στροβιλοειδές
     κλητική στροβιλοειδή(ς) στροβιλοειδής στροβιλοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στροβιλοειδείς οι στροβιλοειδείς τα στροβιλοειδή
      γενική των στροβιλοειδών των στροβιλοειδών των στροβιλοειδών
    αιτιατική τους στροβιλοειδείς τις στροβιλοειδείς τα στροβιλοειδή
     κλητική στροβιλοειδείς στροβιλοειδείς στροβιλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στροβιλοειδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στροβιλοειδής

  Μεταφράσεις επεξεργασία