πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρεβλός η στρεβλή το στρεβλό
      γενική του στρεβλού της στρεβλής του στρεβλού
    αιτιατική τον στρεβλό τη στρεβλή το στρεβλό
     κλητική στρεβλέ στρεβλή στρεβλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρεβλοί οι στρεβλές τα στρεβλά
      γενική των στρεβλών των στρεβλών των στρεβλών
    αιτιατική τους στρεβλούς τις στρεβλές τα στρεβλά
     κλητική στρεβλοί στρεβλές στρεβλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

στρεβλός, -ή, -ό

  1. που είναι στραβός, όχι ίσιος
  2. (γεωμετρία) που έχει σημεία τα οποία δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο
    παράδειγμα  Στρεβλό πολύγωνο είναι κάθε πολύγωνο στο οποίο μία τουλάχιστον κορυφή ανήκει σε άλλο επίπεδο από αυτό που σχηματίζουν οι υπόλοιπες υπόλοιπες.
    παράδειγμα  Η πορεία κάθε πλοίου σχηματίζει, στην ευκλείδειο γεωμετρία, στρεβλή καμπύλη.
  3. (μεταφορικά) που δεν είναι σωστός, που είναι εσφαλμένος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία



    γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
     πτώσεις       ενικός      
    ονομαστική στρεβλός στρεβλή τὸ στρεβλόν
          γενική τοῦ στρεβλοῦ τῆς στρεβλῆς τοῦ στρεβλοῦ
          δοτική τῷ στρεβλ τῇ στρεβλ τῷ στρεβλ
        αιτιατική τὸν στρεβλόν τὴν στρεβλήν τὸ στρεβλόν
         κλητική ! στρεβλέ στρεβλή στρεβλόν
     πτώσεις   πληθυντικός  
    ονομαστική οἱ στρεβλοί αἱ στρεβλαί τὰ στρεβλᾰ́
          γενική τῶν στρεβλῶν τῶν στρεβλῶν τῶν στρεβλῶν
          δοτική τοῖς στρεβλοῖς ταῖς στρεβλαῖς τοῖς στρεβλοῖς
        αιτιατική τοὺς στρεβλούς τὰς στρεβλᾱ́ς τὰ στρεβλᾰ́
         κλητική ! στρεβλοί στρεβλαί στρεβλᾰ́
        δυϊκός  
    ονομ-αιτ-κλ τὼ στρεβλώ τὼ στρεβλᾱ́ τὼ στρεβλώ
          γεν-δοτ τοῖν στρεβλοῖν τοῖν στρεβλαῖν τοῖν στρεβλοῖν
    2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

    Ετυμολογία

    επεξεργασία