στρεβλός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στρεβλός < αρχαία ελληνική στρεβλός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στρεβλός
- που είναι στραβός, όχι ίσιος
- (γεωμετρία) που έχει σημεία τα οποία δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο
- στρεβλό πολύγωνο είναι κάθε πολύγωνο στο οποίο μία τουλάχιστον κορυφή ανήκει σε άλλο επίπεδο από αυτό που σχηματίζουν οι υπόλοιπες υπόλοιπες
- η πορεία κάθε πλοίου σχηματίζει, στην ευκλείδειο γεωμετρία, στρεβλή καμπύλη
- (μεταφορικά) που δεν είναι σωστός, που είναι εσφαλμένος