στρεβλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στρεβλός | η | στρεβλή | το | στρεβλό |
γενική | του | στρεβλού | της | στρεβλής | του | στρεβλού |
αιτιατική | τον | στρεβλό | τη | στρεβλή | το | στρεβλό |
κλητική | στρεβλέ | στρεβλή | στρεβλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στρεβλοί | οι | στρεβλές | τα | στρεβλά |
γενική | των | στρεβλών | των | στρεβλών | των | στρεβλών |
αιτιατική | τους | στρεβλούς | τις | στρεβλές | τα | στρεβλά |
κλητική | στρεβλοί | στρεβλές | στρεβλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρεβλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρεβλός
Επίθετο
επεξεργασίαστρεβλός, -ή, -ό
- που είναι στραβός, όχι ίσιος
- (γεωμετρία) που έχει σημεία τα οποία δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο
- ↪ Στρεβλό πολύγωνο είναι κάθε πολύγωνο στο οποίο μία τουλάχιστον κορυφή ανήκει σε άλλο επίπεδο από αυτό που σχηματίζουν οι υπόλοιπες υπόλοιπες.
- ↪ Η πορεία κάθε πλοίου σχηματίζει, στην ευκλείδειο γεωμετρία, στρεβλή καμπύλη.
- (μεταφορικά) που δεν είναι σωστός, που είναι εσφαλμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρεβλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στρεβλός
Επίθετο
επεξεργασίαστρεβλός
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρεβλός < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
επεξεργασία- στρεβλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρεβλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.