Δείτε επίσης: στρέβλωση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρέβλωσις < στρεβλῶ (-έω) (< αρχαία ελληνική στρεβλόω) + -σις (-ωσις)
Διαφορετική η ελληνιστική κοινή στρέβλωσις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρέβλωσις θηλυκό



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρέβλωσῐς αἱ στρεβλώσεις
      γενική τῆς στρεβλώσεως τῶν στρεβλώσεων
      δοτική τῇ στρεβλώσει ταῖς στρεβλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στρέβλωσῐν τὰς στρεβλώσεις
     κλητική ! στρέβλωσῐ στρεβλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρεβλώσει
γεν-δοτ τοῖν  στρεβλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρέβλωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στρεβλόω / στρεβλῶ + -σις (-ωσις)
Διαφορετικό το μεσαιωνικό στρέβλωσις & το νεοελληνικό στρέβλωση.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρέβλωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στρεβλός