Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρεβλόω < στρεβλός + -όω < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

  Ρήμα επεξεργασία

στρεβλόω

  1. στρίβω
  2. συστρέφω
  3. βασανίζω με σχετικό τρόπο (στρίβοντας)
  4. (μεταφορικά) παραποιώ, διαστρεβλώνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία