Ετυμολογία

επεξεργασία
διαστρεβλώνω < αρχαία ελληνική διαστρεβλόω / διαστρεβλῶ < στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.stɾeˈvlo.no/ & /ðʝa.stɾeˈvlo.no/

διαστρεβλώνω (παθητική φωνή: διαστρεβλώνομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία