Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαστρεβλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαστρεβλωμέν
ος
η
διαστρεβλωμέν
η
το
διαστρεβλωμέν
ο
γενική
του
διαστρεβλωμέν
ου
της
διαστρεβλωμέν
ης
του
διαστρεβλωμέν
ου
αιτιατική
τον
διαστρεβλωμέν
ο
τη
διαστρεβλωμέν
η
το
διαστρεβλωμέν
ο
κλητική
διαστρεβλωμέν
ε
διαστρεβλωμέν
η
διαστρεβλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαστρεβλωμέν
οι
οι
διαστρεβλωμέν
ες
τα
διαστρεβλωμέν
α
γενική
των
διαστρεβλωμέν
ων
των
διαστρεβλωμέν
ων
των
διαστρεβλωμέν
ων
αιτιατική
τους
διαστρεβλωμέν
ους
τις
διαστρεβλωμέν
ες
τα
διαστρεβλωμέν
α
κλητική
διαστρεβλωμέν
οι
διαστρεβλωμέν
ες
διαστρεβλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ði̯a.stɾe.vloˈme.nos
/ & /
ðʝa.stɾe.vloˈme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
διαστρεβλωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
διαστρεβλώνω
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιαστρέβλωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαστρεβλωμένος
αγγλικά
:
distorted
(en)
γαλλικά
:
déformé
(fr)