αδιαστρέβλωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιαστρέβλωτος < α- στερητικό + διαστρεβλώ(νω) + -τος < αρχαία ελληνική διαστρεβλόω / διαστρεβλῶ < στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈstɾe.vlo.tos/ & /a.ðʝaˈstɾe.vlo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐στρέ‐βλω‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αδιαστρέβλωτος
- που δεν έχει διαστρεβλωθεί ή δεν μπορεί να διαστρεβλωθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιαστρέβλωτος