Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλοιωμένος η αλλοιωμένη το αλλοιωμένο
      γενική του αλλοιωμένου της αλλοιωμένης του αλλοιωμένου
    αιτιατική τον αλλοιωμένο την αλλοιωμένη το αλλοιωμένο
     κλητική αλλοιωμένε αλλοιωμένη αλλοιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλοιωμένοι οι αλλοιωμένες τα αλλοιωμένα
      γενική των αλλοιωμένων των αλλοιωμένων των αλλοιωμένων
    αιτιατική τους αλλοιωμένους τις αλλοιωμένες τα αλλοιωμένα
     κλητική αλλοιωμένοι αλλοιωμένες αλλοιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλοιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αλλοιώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αλλοιωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία