αλλοιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλοιώνω < αρχαία ελληνική ἀλλοιόω
Ρήμα
επεξεργασίααλλοιώνω
- αλλάζω, μεταβάλλω, τροποποιώ, επεξεργάζομαι κάτι, προς το χειρότερο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλλοιώνω | αλλοίωνα | θα αλλοιώνω | να αλλοιώνω | αλλοιώνοντας | |
β' ενικ. | αλλοιώνεις | αλλοίωνες | θα αλλοιώνεις | να αλλοιώνεις | αλλοίωνε | |
γ' ενικ. | αλλοιώνει | αλλοίωνε | θα αλλοιώνει | να αλλοιώνει | ||
α' πληθ. | αλλοιώνουμε | αλλοιώναμε | θα αλλοιώνουμε | να αλλοιώνουμε | ||
β' πληθ. | αλλοιώνετε | αλλοιώνατε | θα αλλοιώνετε | να αλλοιώνετε | αλλοιώνετε | |
γ' πληθ. | αλλοιώνουν(ε) | αλλοίωναν αλλοιώναν(ε) |
θα αλλοιώνουν(ε) | να αλλοιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλλοίωσα | θα αλλοιώσω | να αλλοιώσω | αλλοιώσει | ||
β' ενικ. | αλλοίωσες | θα αλλοιώσεις | να αλλοιώσεις | αλλοίωσε | ||
γ' ενικ. | αλλοίωσε | θα αλλοιώσει | να αλλοιώσει | |||
α' πληθ. | αλλοιώσαμε | θα αλλοιώσουμε | να αλλοιώσουμε | |||
β' πληθ. | αλλοιώσατε | θα αλλοιώσετε | να αλλοιώσετε | αλλοιώστε | ||
γ' πληθ. | αλλοίωσαν αλλοιώσαν(ε) |
θα αλλοιώσουν(ε) | να αλλοιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλλοιώσει | είχα αλλοιώσει | θα έχω αλλοιώσει | να έχω αλλοιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλλοιώσει | είχες αλλοιώσει | θα έχεις αλλοιώσει | να έχεις αλλοιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλλοιώσει | είχε αλλοιώσει | θα έχει αλλοιώσει | να έχει αλλοιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλλοιώσει | είχαμε αλλοιώσει | θα έχουμε αλλοιώσει | να έχουμε αλλοιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλλοιώσει | είχατε αλλοιώσει | θα έχετε αλλοιώσει | να έχετε αλλοιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλλοιώσει | είχαν αλλοιώσει | θα έχουν αλλοιώσει | να έχουν αλλοιώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλλοιώνομαι | αλλοιωνόμουν(α) | θα αλλοιώνομαι | να αλλοιώνομαι | ||
β' ενικ. | αλλοιώνεσαι | αλλοιωνόσουν(α) | θα αλλοιώνεσαι | να αλλοιώνεσαι | (αλλοιώνου) | |
γ' ενικ. | αλλοιώνεται | αλλοιωνόταν(ε) | θα αλλοιώνεται | να αλλοιώνεται | ||
α' πληθ. | αλλοιωνόμαστε | αλλοιωνόμαστε αλλοιωνόμασταν |
θα αλλοιωνόμαστε | να αλλοιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αλλοιώνεστε | αλλοιωνόσαστε αλλοιωνόσασταν |
θα αλλοιώνεστε | να αλλοιώνεστε | (αλλοιώνεστε) | |
γ' πληθ. | αλλοιώνονται | αλλοιώνονταν αλλοιωνόντουσαν |
θα αλλοιώνονται | να αλλοιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλλοιώθηκα | θα αλλοιωθώ | να αλλοιωθώ | αλλοιωθεί | ||
β' ενικ. | αλλοιώθηκες | θα αλλοιωθείς | να αλλοιωθείς | αλλοιώσου | ||
γ' ενικ. | αλλοιώθηκε | θα αλλοιωθεί | να αλλοιωθεί | |||
α' πληθ. | αλλοιωθήκαμε | θα αλλοιωθούμε | να αλλοιωθούμε | |||
β' πληθ. | αλλοιωθήκατε | θα αλλοιωθείτε | να αλλοιωθείτε | αλλοιωθείτε | ||
γ' πληθ. | αλλοιώθηκαν αλλοιωθήκαν(ε) |
θα αλλοιωθούν(ε) | να αλλοιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλλοιωθεί | είχα αλλοιωθεί | θα έχω αλλοιωθεί | να έχω αλλοιωθεί | αλλοιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλλοιωθεί | είχες αλλοιωθεί | θα έχεις αλλοιωθεί | να έχεις αλλοιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλλοιωθεί | είχε αλλοιωθεί | θα έχει αλλοιωθεί | να έχει αλλοιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλλοιωθεί | είχαμε αλλοιωθεί | θα έχουμε αλλοιωθεί | να έχουμε αλλοιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλλοιωθεί | είχατε αλλοιωθεί | θα έχετε αλλοιωθεί | να έχετε αλλοιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλλοιωθεί | είχαν αλλοιωθεί | θα έχουν αλλοιωθεί | να έχουν αλλοιωθεί |