Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spoil spoils

spoil (en)

ενεστώτας spoil
γ΄ ενικό ενεστώτα spoils
αόριστος spoiled
παθητική μετοχή spoiled
ενεργητική μετοχή spoiling

spoil (en)

  1. (μεταβατικό) χαλάω κάτι (το καταστρέφω)
  2. (μεταβατικό) χαλάω κάποιον (τον κακομαθαίνω)
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλοιώνω, χαλάω για φαγητό
    ⮡  Heat can spoil the food.
    Η ζέστη μπορεί να αλλοιώσει το τρόφιμα.
    ⮡  Meat/fish spoils in the heat.
    Το κρέας/το ψωμί αλλοιώνεται στην ζέστη.