Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spoil spoils

spoil (en)

ενεστώτας spoil
γ΄ ενικό ενεστώτα spoils
αόριστος spoiled
παθητική μετοχή spoiled
ενεργητική μετοχή spoiling

spoil (en)

  1. (μεταβατικό) χαλάω κάτι, το καταστρέφω
    ⮡  The awful weather spoiled our vacation.
    Ο παλιόκαιρος χάλασε τις διακοπές μας.
    ⮡  The scandal spoiled all chances of his re-election.
    Το σκάνδαλο κατέστρεψε όλες τις πιθανότητες επανεκλογής του.
  2. (μεταβατικό) χαλάω κάποιον, τον κακομαθαίνω, δίνω σε ένα παιδί ό,τι ζητάει και όχι αρκετή πειθαρχία με τρόπο που να έχει άσχημη επίδραση στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του
    ⮡  The child is spoiled with too many toys.
    Το παιδί χαλάει με τα πολλά παιχνίδια.
    ⮡  Don’t spoil her.
    Μην την κακομαθαίνεις.
    ⮡  They are spoiled children.
    Είναι κακομαθημένα παιδιά.
    ⮡  Don’t indulge all his whims because you will spoil him.
    Μην του κάνεις όλα τα χατίρια, γιατί θα τον κακομάθεις.
    ⮡  She got spoiled sleeping in late and now can’t wake up early.
    Κακόμαθε να κοιμάται έως αργά και τώρα δεν μπορεί να ξυπνήσει νωρίς.
    ⮡  He was spoiled from a young age and wants to find everything prepared for him.
    Κακόμαθε από μικρός και θέλει να τα βρίσκει όλα έτοιμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη indulge
  3. (μεταβατικό) καλομαθαίνω, κακομαθαίνω, κάνω κάποιον χαρούμενο με κάτι ωραίο και ιδιαίτερο
    ⮡  He has spoiled his wife.
    Την έχει καλομάθει την γυναίκα του.
    ⮡  You spoiled us with the nice food you’re making for us.
    Μας κακόμαθες με τα ωραία φαγητά που μας φτιάχνεις.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλοιώνω, χαλάω για φαγητό
    ⮡  Heat can spoil the food.
    Η ζέστη μπορεί να αλλοιώσει το τρόφιμα.
    ⮡  Meat/fish spoils in the heat.
    Το κρέας/το ψωμί αλλοιώνεται στην ζέστη.
    ⮡  The production manager pays attention to the packaging of the food, so that it does not remain unpackaged and spoil.
    Ο διευθυντής παραγωγής προσέχει το πακετάρισμα των τροφών, για να μη μείνουν ασυσκεύαστες και χαλάσουν.