spoil
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spoil | spoils |
spoil (en)
- (μόνο πληθυντικός, επίσημο, λογοτεχνικό) τα λάφυρα
- ⮡ the spoils of victory - τα λάφυρα της νίκης
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | spoil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spoils |
αόριστος | spoiled |
παθητική μετοχή | spoiled |
ενεργητική μετοχή | spoiling |
spoil (en)
- (μεταβατικό) χαλάω κάτι, το καταστρέφω
- ⮡ The awful weather spoiled our vacation.
- Ο παλιόκαιρος χάλασε τις διακοπές μας.
- ⮡ The scandal spoiled all chances of his re-election.
- Το σκάνδαλο κατέστρεψε όλες τις πιθανότητες επανεκλογής του.
- ⮡ The awful weather spoiled our vacation.
- (μεταβατικό) χαλάω κάποιον, τον κακομαθαίνω, δίνω σε ένα παιδί ό,τι ζητάει και όχι αρκετή πειθαρχία με τρόπο που να έχει άσχημη επίδραση στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του
- ⮡ The child is spoiled with too many toys.
- Το παιδί χαλάει με τα πολλά παιχνίδια.
- ⮡ Don’t spoil her.
- Μην την κακομαθαίνεις.
- ⮡ They are spoiled children.
- Είναι κακομαθημένα παιδιά.
- ⮡ Don’t indulge all his whims because you will spoil him.
- Μην του κάνεις όλα τα χατίρια, γιατί θα τον κακομάθεις.
- ⮡ She got spoiled sleeping in late and now can’t wake up early.
- Κακόμαθε να κοιμάται έως αργά και τώρα δεν μπορεί να ξυπνήσει νωρίς.
- ⮡ He was spoiled from a young age and wants to find everything prepared for him.
- Κακόμαθε από μικρός και θέλει να τα βρίσκει όλα έτοιμα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη indulge
- ⮡ The child is spoiled with too many toys.
- (μεταβατικό) καλομαθαίνω, κακομαθαίνω, κάνω κάποιον χαρούμενο με κάτι ωραίο και ιδιαίτερο
- ⮡ He has spoiled his wife.
- Την έχει καλομάθει την γυναίκα του.
- ⮡ You spoiled us with the nice food you’re making for us.
- Μας κακόμαθες με τα ωραία φαγητά που μας φτιάχνεις.
- ⮡ He has spoiled his wife.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλοιώνω, χαλάω για φαγητό
- ⮡ Heat can spoil the food.
- Η ζέστη μπορεί να αλλοιώσει το τρόφιμα.
- ⮡ Meat/fish spoils in the heat.
- Το κρέας/το ψωμί αλλοιώνεται στην ζέστη.
- ⮡ The production manager pays attention to the packaging of the food, so that it does not remain unpackaged and spoil.
- Ο διευθυντής παραγωγής προσέχει το πακετάρισμα των τροφών, για να μη μείνουν ασυσκεύαστες και χαλάσουν.
- ⮡ Heat can spoil the food.
Πηγές
επεξεργασία- spoil (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- spoil (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 33. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλοιώνω