κακομαθαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακακομαθαίνω, πρτ.: κακομάθαινα, στ.μέλλ.: θα κακομάθω, αόρ.: κακόμαθα, μτχ.π.π.: κακομαθημένος
- (μεταβατικό) κάνω σε κάποιον όλα τα χατίρια, του παρέχω πλουσιοπάροχα όλα τα αγαθά χωρίς αυτός να χρειαστεί να κοπιάσει καθόλου για να τα αποκτήσει
- (αμετάβατο) συνηθίζω στο να τα έχω όλα χωρίς να χρειαστεί να κοπιάσω καθόλου