Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καταστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταστρέφω (αρχαία σημασία: ανατρέπω).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + στρέφω

  Ρήμα Επεξεργασία

καταστρέφω (παθητική φωνή: καταστρέφομαι)

  • προξενώ ζημιές σε κάτι
    Με μεγάλο αριθμητικό μειονέκτημα ο εχθρικός στρατός καταστράφηκε

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Συνώνυμα Επεξεργασία

Αντώνυμα Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία