καταστρέφω
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταστρέφω (αρχαία σημασία: ανατρέπω).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + στρέφω
Ρήμα Επεξεργασία
καταστρέφω (παθητική φωνή: καταστρέφομαι)
Επεξεργασία
Συνώνυμα Επεξεργασία
Αντώνυμα Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
καταστρέφω
Επεξεργασία
- ↑ καταστρέφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.