Δείτε επίσης: ἀφανίζω, ἀφαγνίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφανίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφανίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αφανίζω, αόρ.: αφάνισα, παθ.φωνή: αφανίζομαι, π.αόρ.: αφανίστηκα, μτχ.π.π.: αφανισμένος

  • καταστρέφω ολοκληρωτικά, κάνω κάτι να παύει να υπάρχει

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία