αφανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφανίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφανίζω
Ρήμα
επεξεργασίααφανίζω, αόρ.: αφάνισα, παθ.φωνή: αφανίζομαι, π.αόρ.: αφανίστηκα, μτχ.π.π.: αφανισμένος
- καταστρέφω ολοκληρωτικά, κάνω κάτι να παύει να υπάρχει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφανίζω | αφάνιζα | θα αφανίζω | να αφανίζω | αφανίζοντας | |
β' ενικ. | αφανίζεις | αφάνιζες | θα αφανίζεις | να αφανίζεις | αφάνιζε | |
γ' ενικ. | αφανίζει | αφάνιζε | θα αφανίζει | να αφανίζει | ||
α' πληθ. | αφανίζουμε | αφανίζαμε | θα αφανίζουμε | να αφανίζουμε | ||
β' πληθ. | αφανίζετε | αφανίζατε | θα αφανίζετε | να αφανίζετε | αφανίζετε | |
γ' πληθ. | αφανίζουν(ε) | αφάνιζαν αφανίζαν(ε) |
θα αφανίζουν(ε) | να αφανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφάνισα | θα αφανίσω | να αφανίσω | αφανίσει | ||
β' ενικ. | αφάνισες | θα αφανίσεις | να αφανίσεις | αφάνισε | ||
γ' ενικ. | αφάνισε | θα αφανίσει | να αφανίσει | |||
α' πληθ. | αφανίσαμε | θα αφανίσουμε | να αφανίσουμε | |||
β' πληθ. | αφανίσατε | θα αφανίσετε | να αφανίσετε | αφανίστε | ||
γ' πληθ. | αφάνισαν αφανίσαν(ε) |
θα αφανίσουν(ε) | να αφανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφανίσει | είχα αφανίσει | θα έχω αφανίσει | να έχω αφανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφανίσει | είχες αφανίσει | θα έχεις αφανίσει | να έχεις αφανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφανίσει | είχε αφανίσει | θα έχει αφανίσει | να έχει αφανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφανίσει | είχαμε αφανίσει | θα έχουμε αφανίσει | να έχουμε αφανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφανίσει | είχατε αφανίσει | θα έχετε αφανίσει | να έχετε αφανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφανίσει | είχαν αφανίσει | θα έχουν αφανίσει | να έχουν αφανίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφανίζομαι | αφανιζόμουν(α) | θα αφανίζομαι | να αφανίζομαι | ||
β' ενικ. | αφανίζεσαι | αφανιζόσουν(α) | θα αφανίζεσαι | να αφανίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αφανίζεται | αφανιζόταν(ε) | θα αφανίζεται | να αφανίζεται | ||
α' πληθ. | αφανιζόμαστε | αφανιζόμαστε αφανιζόμασταν |
θα αφανιζόμαστε | να αφανιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αφανίζεστε | αφανιζόσαστε αφανιζόσασταν |
θα αφανίζεστε | να αφανίζεστε | (αφανίζεστε) | |
γ' πληθ. | αφανίζονται | αφανίζονταν αφανιζόντουσαν |
θα αφανίζονται | να αφανίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφανίστηκα | θα αφανιστώ | να αφανιστώ | αφανιστεί | ||
β' ενικ. | αφανίστηκες | θα αφανιστείς | να αφανιστείς | αφανίσου | ||
γ' ενικ. | αφανίστηκε | θα αφανιστεί | να αφανιστεί | |||
α' πληθ. | αφανιστήκαμε | θα αφανιστούμε | να αφανιστούμε | |||
β' πληθ. | αφανιστήκατε | θα αφανιστείτε | να αφανιστείτε | αφανιστείτε | ||
γ' πληθ. | αφανίστηκαν αφανιστήκαν(ε) |
θα αφανιστούν(ε) | να αφανιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αφανιστεί | είχα αφανιστεί | θα έχω αφανιστεί | να έχω αφανιστεί | αφανισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αφανιστεί | είχες αφανιστεί | θα έχεις αφανιστεί | να έχεις αφανιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αφανιστεί | είχε αφανιστεί | θα έχει αφανιστεί | να έχει αφανιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αφανιστεί | είχαμε αφανιστεί | θα έχουμε αφανιστεί | να έχουμε αφανιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αφανιστεί | είχατε αφανιστεί | θα έχετε αφανιστεί | να έχετε αφανιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αφανιστεί | είχαν αφανιστεί | θα έχουν αφανιστεί | να έχουν αφανιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αφανισμένος - είμαστε, είστε, είναι αφανισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αφανισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφανισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφανισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφανισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αφανισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφανισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφανίζω