αφανής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αφανής < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἀφανής < στερητικό ἀ- (α-) + -φανής ( < φαίνομαι)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.faˈnis/
- συλλαβισμός : α‐φα‐νής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αφανής, ής, ές
- αυτός που δεν φαίνεται, που δεν είναι ορατός από μια συγκεκριμένη θέση ή υπό συγκεκριμένες συνθήκες
- (αστρονομία) αστέρας που παραμένει κάτω από τον ορίζοντα της θέσης του παρατηρητή όλο το εικοσιτετράωρο και δεν του είναι ορατός
- (ναυτικός όρος) αφανής ναύτης (γενική ονομασία μνημείου αγνοούμενου ναύτη ή ναυτών)
- εκείνος που δεν προβάλλεται, που δεν τον φέρνει κάποιος στο προσκήνιο ή που μένει στη σκιά από δική του διακριτικότητα ή και για άλλους σκοπούς
- δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους μικρούς αφανείς ήρωες της καθημερινότητας.
- αφανείς εταίροι (σε επιχειρήσεις)
- Το φανερό και το αφανές στοιχείο της ταυτότητας (Καθημερινή, 7/11/2003)
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- μη ορατός
- αόρατος
- άφαντος
- ταπεινόφρων, διακριτικός
- άγνωστος (π.χ. το Μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, του πεσόντα που το όνομά του δεν έγινε γνωστό)
- κρυμμένος
- χαμένος (που περιέπεσε στην αφάνεια, όπως π.χ. ο νεκρός ναύτης που η σωρός του δεν εμφανίστηκε πουθενά)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αφανής
Επεξεργασία
- ↑ «αφανής» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.