Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεσών
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
πεσ
ών
ἡ
πεσοῦσ
ᾰ
τὸ
πεσόν
γενική
τοῦ
πεσόντ
ος
τῆς
πεσούσ
ης
τοῦ
πεσόντ
ος
δοτική
τῷ
πεσόντ
ῐ
τῇ
πεσούσ
ῃ
τῷ
πεσόντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
πεσόντ
ᾰ
τὴν
πεσούσ
ᾰν
τὸ
πεσόν
κλητική
ὦ
!
πεσ
ών
πεσοῦσ
ᾰ
πεσόν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
πεσόντ
ες
αἱ
πεσοῦσ
αι
τὰ
πεσόντ
ᾰ
γενική
τῶν
πεσόντ
ων
τῶν
πεσουσ
ῶν
τῶν
πεσόντ
ων
δοτική
τοῖς
πεσοῦ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
πεσούσ
αις
τοῖς
πεσοῦ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
πεσόντ
ᾰς
τὰς
πεσούσ
ᾱς
τὰ
πεσόντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
πεσόντ
ες
πεσοῦσ
αι
πεσόντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
πεσόντ
ε
τὼ
πεσούσ
ᾱ
τὼ
πεσόντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
πεσόντ
οιν
τοῖν
πεσούσ
αιν
τοῖν
πεσόντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'φυγών'
όπως «
φυγών
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πεσών,
πεσοῦσα
,
πεσόν
μετοχή
ενεργητικού
αορίστου
(
ἔπεσον
)
του ρήματος
πίπτω
: που έπεσε (συνήθως
μαχόμενος
), ο
νεκρός
της μάχης