γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πεσών πεσοῦσ τὸ πεσόν
      γενική τοῦ πεσόντος τῆς πεσούσης τοῦ πεσόντος
      δοτική τῷ πεσόντ τῇ πεσούσ τῷ πεσόντ
    αιτιατική τὸν πεσόντ τὴν πεσούσᾰν τὸ πεσόν
     κλητική ! πεσών πεσοῦσ πεσόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πεσόντες αἱ πεσοῦσαι τὰ πεσόντ
      γενική τῶν πεσόντων τῶν πεσουσῶν τῶν πεσόντων
      δοτική τοῖς πεσοῦσῐ(ν) ταῖς πεσούσαις τοῖς πεσοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς πεσόντᾰς τὰς πεσούσᾱς τὰ πεσόντ
     κλητική ! πεσόντες πεσοῦσαι πεσόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πεσόντε τὼ πεσούσ τὼ πεσόντε
      γεν-δοτ τοῖν πεσόντοιν τοῖν πεσούσαιν τοῖν πεσόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πεσών, πεσοῦσα, πεσόν