Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεσόντες: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής πεσών στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεσόντες αρσενικό στον πληθυντικό δείτε την κλίση στο πεσών

  • εκείνοι που σκοτώθηκαν στη μάχη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

πεσόντες αρσενικό