μάχη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάχη | οι | μάχες |
γενική | της | μάχης | των | μαχών |
αιτιατική | τη | μάχη | τις | μάχες |
κλητική | μάχη | μάχες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μάχη < (λόγιο) αρχαία ελληνική μάχη[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈma.çi/
- συλλαβισμός : μά‐χη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάχη θηλυκό
- σύγκρουση μεταξύ δύο στρατευμάτων σε συγκεκριμένο χώρο και χρονική στιγμή
- ↪ Η μάχη του Μαραθώνα έγινε το 490 π.Χ.
- σύνολο πολεμικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε συγκεκριμένο χώρο μέσα στο ιστορικό πλαίσιο ενός ευρύτερου πολέμου.
- ↪ Η μάχη της Κρήτης κατά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο
- (κατ' επέκταση) βίαιη σύγκρουση, ένοπλη ή μη, μεταξύ δύο αντιπάλων παρατάξεων, ομάδων κ.λπ.
- ↪ Πάλι μετατράπηκε το κέντρο της Αθήνας σε πεδίο μάχης.
- (μεταφορικά) ο αγώνας για την επίτευξη ενός στόχου
- ↪ η μάχη για τη ζωή, για το μεροκάματο, για μία θέση στα πανεπιστήμια
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
→ δείτε τη λέξη -μαχία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μάχη
Επεξεργασία
- ↑ «μάχη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.