μαχητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.çi.tiˈko.ti.ta/
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαχητικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαχητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του μαχητικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαχητικότητα