μαχητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαχητικός < αρχαία ελληνική μαχητικός < μαχητής
Επίθετο
επεξεργασίαμαχητικός
- που έχει σχέση με τον πόλεμο ή τη μάχη
- μαχητικό αεροσκάφος
- που δεν τα βάζει κάτω, που αγωνίζεται για να πετύχει το στόχο του
- μαχητική διαδήλωση