combatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | combatif | combatifs |
θηλυκό | combative | combatives |
Επίθετο
επεξεργασίαcombatif (fr)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- combattif (ορθογραφία του 1990)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | combatif | combatifs |
θηλυκό | combative | combatives |
combatif (fr)