↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μάχιμος η μάχιμη το μάχιμο
      γενική του μάχιμου της μάχιμης του μάχιμου
    αιτιατική τον μάχιμο τη μάχιμη το μάχιμο
     κλητική μάχιμε μάχιμη μάχιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μάχιμοι οι μάχιμες τα μάχιμα
      γενική των μάχιμων των μάχιμων των μάχιμων
    αιτιατική τους μάχιμους τις μάχιμες τα μάχιμα
     κλητική μάχιμοι μάχιμες μάχιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μάχιμος < αρχαία ελληνική μάχιμος < μάχη + -ιμος (< -μος*)

  Επίθετο

επεξεργασία

μάχιμος,η, ο

  1. ικανός να πολεμήσει
  2. μάχιμος πληθυσμός σε αντιδιαστολή προς τους αμάχους
  3. ικανός να αγωνιστεί, που αγωνίζεται ήδη
  4. μάχιμο στέλεχος του κόμματος (σε αντιδιαστολή προς το παροπλισμένο ή το κουρασμένο μέλος)
  5. ικανός να εργαστεί
    ⮡  Είναι ακόμη μάχιμος, γιατί να βγει στη σύνταξη;

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μάχιμος < μάχομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

μάχιμος, ος, ον

  1. οι στρατιώτες, η τακτική στρατιωτική δύναμη
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Πολιτεία, 386b-386c
    ὡς οὔτε ἀληθῆ ἂν λέγοντας οὔτε ὠφέλιμα τοῖς μέλλουσιν μαχίμοις ἔσεσθαι.
    γιατί ούτε αληθινά είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα για κείνους που θα γίνουν μια μέρα πολεμισταί.
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
  2. αμφισβητήσιμος
  3. (στην Αίγυπτο) η κάστα των πολεμιστών
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 164.1
    Ἔστι δὲ Αἰγυπτίων ἑπτὰ γένεα, καὶ τούτων οἱ μὲν ἱρέες, οἱ δὲ μάχιμοι κεκλέαται, οἱ δὲ βουκόλοι, οἱ δὲ συβῶται, οἱ δὲ κάπηλοι, οἱ δὲ ἑρμηνέες, οἱ δὲ κυβερνῆται.
    Στους Αιγυπτίους υπάρχουν επτά τάξεις, οι οποίες ονομάζονται: ιερείς, στρατιωτικοί, βουκόλοι, χοιροβοσκοί, έμποροι, διερμηνείς, πηδαλιούχοι.
    Μετάφραση (1992), Λ. Ζενάκος: @greek‑language.gr
  4. πολεμοχαρής

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία