μάχιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μάχιμος,η,ο
- ο ικανός να πολεμήσει
- μάχιμος πληθυσμός σε αντιδιαστολή προς τους αμάχους
- ικανός να αγωνιστεί, που αγωνίζεται ήδη
- μάχιμο στέλεχος του κόμματος (σε αντδιαστολη προς το παροπλισμένο ή το κουρασμένο μέλος)
- ικανός να εργαστεί
- Είναι ακόμη μάχιμος, γιατί να βγει στη συνταξη;
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μάχιμος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μάχιμος < μάχομαι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μάχιμος, ος, ον
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- αυτός που μάχεται για κάτι
- αυτός που προσπαθεί να πετύχει κατι