κάστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάστα | οι | κάστες |
γενική | της | κάστας | των | καστών |
αιτιατική | την | κάστα | τις | κάστες |
κλητική | κάστα | κάστες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάστα < (άμεσο δάνειο) ιταλική casta < ισπανική casta, θηλυκό του castus < λατινική castus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος careo < πρωτοϊταλική *kazēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱes- (κόβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάστα θηλυκό
- (παρωχημένο, ινδουισμός) τύπος οργάνωσης της κοινωνίας, κυρίως στην Ινδία, που είχε σαν σκοπό τη διατήρηση της καθαρότητας των κοινωνικών ομάδων
- υπώνυμα (για την Ινδία) βραχμάνος, απλησίαστος
- (κοινωνιολογία) κοινωνική ομάδα, που θεωρείται πολύ κλειστή και προφυλάσσει τα συμφέροντά της κάνοντας σχεδόν αδύνατη την είσοδο, στην ομάδα, ατόμων που δεν προέρχονται από τα ήδη υπάρχοντα μέλη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κάστα στη Βικιπαίδεια