kasto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kasto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kasto | kastoj |
αιτιατική | kaston | kastojn |
kasto (eo)
- η κάστα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kasto | kastoj |
αιτιατική | kaston | kastojn |
kasto (eo)