απλησίαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απλησίαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀπλησίαστος
Επίθετο
επεξεργασίααπλησίαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις
- (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις
- (μεταφορικά) που η τιμή τους ή η αξία τους είναι υψηλή και δύσκολο κάποιος φτωχότερος μπορεί να τα αγοράσει
- (παρωχημένο) μέλος της κατώτερης κοινωνικής κάστας στην Ινδία
Μεταφράσεις
επεξεργασία απλησίαστος