Δείτε επίσης: ἀνέφικτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέφικτος η ανέφικτη το ανέφικτο
      γενική του ανέφικτου της ανέφικτης του ανέφικτου
    αιτιατική τον ανέφικτο την ανέφικτη το ανέφικτο
     κλητική ανέφικτε ανέφικτη ανέφικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέφικτοι οι ανέφικτες τα ανέφικτα
      γενική των ανέφικτων των ανέφικτων των ανέφικτων
    αιτιατική τους ανέφικτους τις ανέφικτες τα ανέφικτα
     κλητική ανέφικτοι ανέφικτες ανέφικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανέφικτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνέφικτος[1] < ἀ- στερητικό + ἐφικνέομαι + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈne.fi.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νέ‐φι‐κτος

  Επίθετο επεξεργασία

ανέφικτος, -η, -ο

  • που δεν μπορεί κανείς να τον φτάσει, να τον επιτύχει, να τον κατορθώσει

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία