Δείτε επίσης: ανέφικτος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνέφικτος τὸ ἀνέφικτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνεφίκτου τοῦ ἀνεφίκτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνεφίκτ τῷ ἀνεφίκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνέφικτον τὸ ἀνέφικτον
     κλητική ! ἀνέφικτε ἀνέφικτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνέφικτοι τὰ ἀνέφικτ
      γενική τῶν ἀνεφίκτων τῶν ἀνεφίκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνεφίκτοις τοῖς ἀνεφίκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνεφίκτους τὰ ἀνέφικτ
     κλητική ! ἀνέφικτοι ἀνέφικτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνεφίκτω τὼ ἀνεφίκτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνεφίκτοιν τοῖν ἀνεφίκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνέφικτος (ελληνιστική κοινή) < ἀν- στερητικό + αρχαία ελληνική ἐφικτός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνέφικτος, -ος, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία