Δείτε επίσης: ανεφίκτως

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνεφίκτως < ἀνέφικτ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀνεφίκτως

  Πηγές επεξεργασία