ακατόρθωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατόρθωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀκατόρθωτος < ἀ- στερητικό + κατορθωτός
Επίθετο επεξεργασία
ακατόρθωτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον καταφέρει, να τον πραγματοποιήσει, λόγω της εξαιρετικά μεγάλης δυσκολίας του
- ακατόρθωτος άθλος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατόρθωτος