Δείτε επίσης: καταφέρνω

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καταφέρω < αρχαία ελληνική καταφέρω < (κατά) κατα- + φέρω

  ΡήμαΕπεξεργασία

καταφέρω, πρτ.: κατέφερα, αόρ.: κατέφερα, παθ.φωνή: καταφέρομαι, π.αόρ.: καταφέρθηκα

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

Συγκρίνετε με την κλίση του καταφέρνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

καταφέρω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταφέρνω
  2. θα καταφέρω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρνω