καταφέρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταφέρω < αρχαία ελληνική καταφέρω < (κατά) κατα- + φέρω
Ρήμα
επεξεργασίακαταφέρω, πρτ.: κατέφερα, αόρ.: κατέφερα, παθ.φωνή: καταφέρομαι, π.αόρ.: καταφέρθηκα
- (λόγιο) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου και τον χτυπώ
- δείτε και το παθητικό καταφέρομαι
Συνώνυμα
επεξεργασία- καταφέρνω (σπανίως)
Κλίση
επεξεργασίαΣυγκρίνετε με την κλίση του καταφέρνω
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταφέρω | κατέφερα | θα καταφέρω | να καταφέρω | καταφέροντας | |
β' ενικ. | καταφέρεις | κατέφερες | θα καταφέρεις | να καταφέρεις | κατάφερε | |
γ' ενικ. | καταφέρει | κατέφερε | θα καταφέρει | να καταφέρει | ||
α' πληθ. | καταφέρουμε | καταφέραμε | θα καταφέρουμε | να καταφέρουμε | ||
β' πληθ. | καταφέρετε | καταφέρατε | θα καταφέρετε | να καταφέρετε | καταφέρετε | |
γ' πληθ. | καταφέρουν(ε) | κατέφεραν καταφέραν(ε) |
θα καταφέρουν(ε) | να καταφέρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέφερα | θα καταφέρω | να καταφέρω | καταφέρει | ||
β' ενικ. | κατέφερες | θα καταφέρεις | να καταφέρεις | κατάφερε | ||
γ' ενικ. | κατέφερε | θα καταφέρει | να καταφέρει | |||
α' πληθ. | καταφέραμε | θα καταφέρουμε | να καταφέρουμε | |||
β' πληθ. | καταφέρατε | θα καταφέρετε | να καταφέρετε | καταφέρτε | ||
γ' πληθ. | κατέφεραν καταφέραν(ε) |
θα καταφέρουν(ε) | να καταφέρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταφέρει | είχα καταφέρει | θα έχω καταφέρει | να έχω καταφέρει | ||
β' ενικ. | έχεις καταφέρει | είχες καταφέρει | θα έχεις καταφέρει | να έχεις καταφέρει | ||
γ' ενικ. | έχει καταφέρει | είχε καταφέρει | θα έχει καταφέρει | να έχει καταφέρει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταφέρει | είχαμε καταφέρει | θα έχουμε καταφέρει | να έχουμε καταφέρει | ||
β' πληθ. | έχετε καταφέρει | είχατε καταφέρει | θα έχετε καταφέρει | να έχετε καταφέρει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταφέρει | είχαν καταφέρει | θα έχουν καταφέρει | να έχουν καταφέρει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταφέρομαι | καταφερόμουν(α) | θα καταφέρομαι | να καταφέρομαι | ||
β' ενικ. | καταφέρεσαι | καταφερόσουν(α) | θα καταφέρεσαι | να καταφέρεσαι | ||
γ' ενικ. | καταφέρεται | καταφερόταν(ε) | θα καταφέρεται | να καταφέρεται | ||
α' πληθ. | καταφερόμαστε | καταφερόμαστε καταφερόμασταν |
θα καταφερόμαστε | να καταφερόμαστε | ||
β' πληθ. | καταφέρεστε | καταφερόσαστε καταφερόσασταν |
θα καταφέρεστε | να καταφέρεστε | καταφέρεστε | |
γ' πληθ. | καταφέρονται | καταφέρονταν καταφερόντουσαν |
θα καταφέρονται | να καταφέρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταφέρθηκα | θα καταφερθώ | να καταφερθώ | καταφερθεί | ||
β' ενικ. | καταφέρθηκες | θα καταφερθείς | να καταφερθείς | |||
γ' ενικ. | καταφέρθηκε | θα καταφερθεί | να καταφερθεί | |||
α' πληθ. | καταφερθήκαμε | θα καταφερθούμε | να καταφερθούμε | |||
β' πληθ. | καταφερθήκατε | θα καταφερθείτε | να καταφερθείτε | καταφερθείτε | ||
γ' πληθ. | καταφέρθηκαν καταφερθήκαν(ε) |
θα καταφερθούν(ε) | να καταφερθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταφερθεί | είχα καταφερθεί | θα έχω καταφερθεί | να έχω καταφερθεί | ||
β' ενικ. | έχεις καταφερθεί | είχες καταφερθεί | θα έχεις καταφερθεί | να έχεις καταφερθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταφερθεί | είχε καταφερθεί | θα έχει καταφερθεί | να έχει καταφερθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταφερθεί | είχαμε καταφερθεί | θα έχουμε καταφερθεί | να έχουμε καταφερθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταφερθεί | είχατε καταφερθεί | θα έχετε καταφερθεί | να έχετε καταφερθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταφερθεί | είχαν καταφερθεί | θα έχουν καταφερθεί | να έχουν καταφερθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταφέρω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταφέρνω
- θα καταφέρω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρνω