καταφέρνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταφέρνω < αρχαία ελληνική καταφέρω < κατά + φέρω < πρωτοελληνική *pʰérō < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéreti < *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈfeɾ.no/
ΡήμαΕπεξεργασία
καταφέρνω
- κατορθώνω να πετύχω κάτι
- (μεταφορικά) πείθω
- (οικείο) καταβάλλω
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καταφέρω
Επεξεργασία
- ακατάφερτος
- καταφερτζής
- καταφερτζού
- κουτσοκαταφέρνω
- → δείτε τις λέξεις κατά, φέρνω και φέρω