• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καταφέρνω

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : καταφέρω

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καταφέρνω < αρχαία ελληνική καταφέρω < κατά + φέρω < πρωτοελληνική *pʰérō < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéreti < *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.ˈfεɾ.nɔ/

  ΡήμαΕπεξεργασία

καταφέρνω

  1. κατορθώνω να πετύχω κάτι
  2. (μεταφορικά) πείθω
  3. (οικείο) καταβάλλω
  4. (σπάνιο) άλλη μορφή του καταφέρω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ακατάφερτος
  • καταφερτζής
  • καταφερτζού
  • κουτσοκαταφέρνω
  • → δείτε τις λέξεις κατά, φέρνω και φέρω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καταφέρνω
  • αγγλικά : accomplish (en), succeed (en), pull off (en)
  • γαλλικά : accomplir (fr), réussir (fr)
  • γερμανικά : schaffen (de)
  • εσθονικά : suutma (et)
  • ρωσικά : добиваться успеха (ru), заставлять (ru), убеждать (ru)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καταφέρνω&oldid=4510439"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Μαρτίου 2020, στις 09:00

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Μαρτίου 2020, στις 09:00.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie