Ετυμολογία

επεξεργασία
καταβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταβάλλω < κατά (κατα- + βάλλω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική accabler [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐βάλ‐λω

καταβάλλω, πρτ.: κατέβαλλα, στ.μέλλ.: θα καταβάλω, αόρ.: κατέβαλα, παθ.φωνή: καταβάλλομαι, π.πρτ.: καταβαλλόμουν, π.αόρ.: καταβλήθηκα/κατεβλήθη3o, μτχ.π.π.: καταβλημένος/καταβεβλημένος

  1. νικάω
    • υπερισχύω ενός αντιπάλου
      ⮡  η ομάδα μας με την τεχνική της υπεροχή κατέβαλε την αντίπαλο της
  2. εξαντλώ τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις κάποιου, κουράζω
    • ⮡  αυτή η ζέστη με καταβάλλει
      ⮡  τον κατέβαλε η ασθένεια, μοιάζει δέκα χρόνια μεγαλύτερος
  3. πληρώνω
    • πληρώνω χρηματικό ποσό
      ⮡  Οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να καταβάλλουν διαχρονικά μεγαλύτερους φόρους.
  4. ξοδεύω δυνάμεις για επίτευξη σκοπού
    • ⮡  πρέπει να καταβάλω πολλούς κόπους, πολλές προσπάθειες, πολλή φροντίδα για τα το πετύχω αυτό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία