καταβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταβάλλω < κατά (κατα- + βάλλω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική accabler [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βάλ‐λω
Ρήμα
επεξεργασίακαταβάλλω, πρτ.: κατέβαλλα, στ.μέλλ.: θα καταβάλω, αόρ.: κατέβαλα, παθ.φωνή: καταβάλλομαι, π.πρτ.: καταβαλλόμουν, π.αόρ.: καταβλήθηκα/κατεβλήθη3o, μτχ.π.π.: καταβλημένος/καταβεβλημένος
- νικάω
- υπερισχύω ενός αντιπάλου
- ⮡ η ομάδα μας με την τεχνική της υπεροχή κατέβαλε την αντίπαλο της
- υπερισχύω ενός αντιπάλου
- εξαντλώ τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις κάποιου, κουράζω
- ⮡ αυτή η ζέστη με καταβάλλει
- ⮡ τον κατέβαλε η ασθένεια, μοιάζει δέκα χρόνια μεγαλύτερος
- πληρώνω
- πληρώνω χρηματικό ποσό
- ⮡ Οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να καταβάλλουν διαχρονικά μεγαλύτερους φόρους.
- πληρώνω χρηματικό ποσό
- ξοδεύω δυνάμεις για επίτευξη σκοπού
- ⮡ πρέπει να καταβάλω πολλούς κόπους, πολλές προσπάθειες, πολλή φροντίδα για τα το πετύχω αυτό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταβάλλω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καταβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας