πληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πληρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πληρώνω < αρχαία ελληνική πληρ(όω) (γεμίζω, ξεπληρώνω) + -ώνω. Η σύγχρονη σημασία, ελληνιστική. [1]
Ρήμα
επεξεργασίαπληρώνω, αόρ.: πλήρωσα, παθ.φωνή: πληρώνομαι, π.αόρ.: πληρώθηκα, μτχ.π.π.: πληρωμένος
- καταβάλλω χρήματα ως αμοιβή σε έναν εργαζόμενο ή για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ή την εξόφληση οικονομικών υποχρεώσεων
- (μεταφορικά) δίνω το αντάλλαγμα για κάτι που απέκτησα
- ↪ πλήρωσε την επιτυχία του στις εξετάσεις πολύ ακριβά: έπαθε υπερκόπωση και έκανε μήνες να συνέλθει
- υφίσταμαι τις συνέπειες των (κακών) πράξεών μου
- ↪ θα μου το πληρώσεις ακριβά αυτό που μου έκανες (θα σε εκδικηθώ)
- ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό
- → δείτε και τη λέξη πληρώ
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πληρώνω | πλήρωνα | θα πληρώνω | να πληρώνω | πληρώνοντας | |
β' ενικ. | πληρώνεις | πλήρωνες | θα πληρώνεις | να πληρώνεις | πλήρωνε | |
γ' ενικ. | πληρώνει | πλήρωνε | θα πληρώνει | να πληρώνει | ||
α' πληθ. | πληρώνουμε | πληρώναμε | θα πληρώνουμε | να πληρώνουμε | ||
β' πληθ. | πληρώνετε | πληρώνατε | θα πληρώνετε | να πληρώνετε | πληρώνετε | |
γ' πληθ. | πληρώνουν(ε) | πλήρωναν πληρώναν(ε) |
θα πληρώνουν(ε) | να πληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλήρωσα | θα πληρώσω | να πληρώσω | πληρώσει | ||
β' ενικ. | πλήρωσες | θα πληρώσεις | να πληρώσεις | πλήρωσε | ||
γ' ενικ. | πλήρωσε | θα πληρώσει | να πληρώσει | |||
α' πληθ. | πληρώσαμε | θα πληρώσουμε | να πληρώσουμε | |||
β' πληθ. | πληρώσατε | θα πληρώσετε | να πληρώσετε | πληρώστε | ||
γ' πληθ. | πλήρωσαν πληρώσαν(ε) |
θα πληρώσουν(ε) | να πληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πληρώσει | είχα πληρώσει | θα έχω πληρώσει | να έχω πληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πληρώσει | είχες πληρώσει | θα έχεις πληρώσει | να έχεις πληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πληρώσει | είχε πληρώσει | θα έχει πληρώσει | να έχει πληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πληρώσει | είχαμε πληρώσει | θα έχουμε πληρώσει | να έχουμε πληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πληρώσει | είχατε πληρώσει | θα έχετε πληρώσει | να έχετε πληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πληρώσει | είχαν πληρώσει | θα έχουν πληρώσει | να έχουν πληρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πληρώνομαι | πληρωνόμουν(α) | θα πληρώνομαι | να πληρώνομαι | ||
β' ενικ. | πληρώνεσαι | πληρωνόσουν(α) | θα πληρώνεσαι | να πληρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | πληρώνεται | πληρωνόταν(ε) | θα πληρώνεται | να πληρώνεται | ||
α' πληθ. | πληρωνόμαστε | πληρωνόμαστε πληρωνόμασταν |
θα πληρωνόμαστε | να πληρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | πληρώνεστε | πληρωνόσαστε πληρωνόσασταν |
θα πληρώνεστε | να πληρώνεστε | (πληρώνεστε) | |
γ' πληθ. | πληρώνονται | πληρώνονταν πληρωνόντουσαν |
θα πληρώνονται | να πληρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πληρώθηκα | θα πληρωθώ | να πληρωθώ | πληρωθεί | ||
β' ενικ. | πληρώθηκες | θα πληρωθείς | να πληρωθείς | πληρώσου | ||
γ' ενικ. | πληρώθηκε | θα πληρωθεί | να πληρωθεί | |||
α' πληθ. | πληρωθήκαμε | θα πληρωθούμε | να πληρωθούμε | |||
β' πληθ. | πληρωθήκατε | θα πληρωθείτε | να πληρωθείτε | πληρωθείτε | ||
γ' πληθ. | πληρώθηκαν πληρωθήκαν(ε) |
θα πληρωθούν(ε) | να πληρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πληρωθεί | είχα πληρωθεί | θα έχω πληρωθεί | να έχω πληρωθεί | πληρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις πληρωθεί | είχες πληρωθεί | θα έχεις πληρωθεί | να έχεις πληρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πληρωθεί | είχε πληρωθεί | θα έχει πληρωθεί | να έχει πληρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πληρωθεί | είχαμε πληρωθεί | θα έχουμε πληρωθεί | να έχουμε πληρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πληρωθεί | είχατε πληρωθεί | θα έχετε πληρωθεί | να έχετε πληρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πληρωθεί | είχαν πληρωθεί | θα έχουν πληρωθεί | να έχουν πληρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πληρωμένος - είμαστε, είστε, είναι πληρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πληρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πληρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πληρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πληρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πληρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πληρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πληρώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πληρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας