Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πληρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πληρωμέν
ος
η
πληρωμέν
η
το
πληρωμέν
ο
γενική
του
πληρωμέν
ου
της
πληρωμέν
ης
του
πληρωμέν
ου
αιτιατική
τον
πληρωμέν
ο
την
πληρωμέν
η
το
πληρωμέν
ο
κλητική
πληρωμέν
ε
πληρωμέν
η
πληρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πληρωμέν
οι
οι
πληρωμέν
ες
τα
πληρωμέν
α
γενική
των
πληρωμέν
ων
των
πληρωμέν
ων
των
πληρωμέν
ων
αιτιατική
τους
πληρωμέν
ους
τις
πληρωμέν
ες
τα
πληρωμέν
α
κλητική
πληρωμέν
οι
πληρωμέν
ες
πληρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πληρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πληρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
πληρωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
πληρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πληρωμένος
αγγλικά
:
paid
(en)
ιταλικά
:
pagato
(it)
corrotto
(it)