paid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpaid (en) (χωρίς παραθετικά)
- πληρώνομαι, για ένα άτομο που λαμβάνει χρήματα για να κάνει δουλειά
- ⮡ He will get paid for his work.
- Θα πληρωθεί για τη δουλειά του.
- ⮡ He will get paid for his work.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpaid (en)