αντιπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.pliˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πλη‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααντιπληρώνω
- ανταποδίδω, επιστρέφω καλό ή κακό
- ※ Πέρασαν τέλος τὰ τρία μερονύχτια, ἔγινε καλὰ ἡ μπεοπούλα. Ὄχι μόνον ἔγινε καλά, μὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ γλυκειὰ καὶ δροσερὴ ἀπὸ πρωτήτερα. Οἱ δύστυχοι γονεῖς κατάντησαν τρελλοὶ ἀπὸ τὴ χαρά τους· δὲν ἤξεραν μὲ τί τρόπο ν’ ἀντιπληρώσουν τὸ γέροντα.
- Ανδρέας Καρκαβίτσας, Καβομαλιάς, Λόγια της πλώρης, 1924
- ※ Πέρασαν τέλος τὰ τρία μερονύχτια, ἔγινε καλὰ ἡ μπεοπούλα. Ὄχι μόνον ἔγινε καλά, μὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ γλυκειὰ καὶ δροσερὴ ἀπὸ πρωτήτερα. Οἱ δύστυχοι γονεῖς κατάντησαν τρελλοὶ ἀπὸ τὴ χαρά τους· δὲν ἤξεραν μὲ τί τρόπο ν’ ἀντιπληρώσουν τὸ γέροντα.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιπληρώνω | αντιπλήρωνα | θα αντιπληρώνω | να αντιπληρώνω | αντιπληρώνοντας | |
β' ενικ. | αντιπληρώνεις | αντιπλήρωνες | θα αντιπληρώνεις | να αντιπληρώνεις | αντιπλήρωνε | |
γ' ενικ. | αντιπληρώνει | αντιπλήρωνε | θα αντιπληρώνει | να αντιπληρώνει | ||
α' πληθ. | αντιπληρώνουμε | αντιπληρώναμε | θα αντιπληρώνουμε | να αντιπληρώνουμε | ||
β' πληθ. | αντιπληρώνετε | αντιπληρώνατε | θα αντιπληρώνετε | να αντιπληρώνετε | αντιπληρώνετε | |
γ' πληθ. | αντιπληρώνουν(ε) | αντιπλήρωναν αντιπληρώναν(ε) |
θα αντιπληρώνουν(ε) | να αντιπληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιπλήρωσα | θα αντιπληρώσω | να αντιπληρώσω | αντιπληρώσει | ||
β' ενικ. | αντιπλήρωσες | θα αντιπληρώσεις | να αντιπληρώσεις | αντιπλήρωσε | ||
γ' ενικ. | αντιπλήρωσε | θα αντιπληρώσει | να αντιπληρώσει | |||
α' πληθ. | αντιπληρώσαμε | θα αντιπληρώσουμε | να αντιπληρώσουμε | |||
β' πληθ. | αντιπληρώσατε | θα αντιπληρώσετε | να αντιπληρώσετε | αντιπληρώστε | ||
γ' πληθ. | αντιπλήρωσαν αντιπληρώσαν(ε) |
θα αντιπληρώσουν(ε) | να αντιπληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιπληρώσει | είχα αντιπληρώσει | θα έχω αντιπληρώσει | να έχω αντιπληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιπληρώσει | είχες αντιπληρώσει | θα έχεις αντιπληρώσει | να έχεις αντιπληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιπληρώσει | είχε αντιπληρώσει | θα έχει αντιπληρώσει | να έχει αντιπληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιπληρώσει | είχαμε αντιπληρώσει | θα έχουμε αντιπληρώσει | να έχουμε αντιπληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιπληρώσει | είχατε αντιπληρώσει | θα έχετε αντιπληρώσει | να έχετε αντιπληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιπληρώσει | είχαν αντιπληρώσει | θα έχουν αντιπληρώσει | να έχουν αντιπληρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπληρώνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αντιπληρώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας