επιστρέφω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστρέφω < ἐπί + στρέφω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈstɾe.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐στρέ‐φω
Ρήμα επεξεργασία
επιστρέφω, αόρ.: επέστρεψα, παθ.φωνή: επιστρέφομαι, π.αόρ.: επιστράφηκα
- γυρίζω πίσω, έρχομαι πάλι στον τόπο από τον οποίο είχα φύγει κάποτε
- γυρίζω πίσω, δίνω σε κάποιον κάτι που μου είχε δώσει
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
επιστρεφ- επιστροφ-
επιστρεφ- επιστροφ-
→ και δείτε τις λέξεις επί και στρέφω
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαναγυρίζω στον τόπο