αυτεπίστροφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααυτεπίστροφος, -η, -ο
- αυτός ο οποίος επιστρέφει από μόνος του εκεί από όπου ξεκίνησε
- ※ Ο μύθος της αποσιωπήσεως του γεγονότος με την απόλυτη απαγόρευση θα γυρίσει ως αυτεπίστροφος εις βάρος της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κύριοι συνάδελφοι.από Συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, 10 Δεκεμβρίου 2002
- ※ Ο αυτεπίστροφος κύκλος που κάνει ο Μποντ, το 2006, με την Αston Μartin έξω από κείνο το Καζίνο στις Μπαχάμες, φτάνοντας, τρόπον τινά, ακαριαία εκεί όπου το εκεί εννοείται ανεπισήμως ως ΕΔΩ, αποδεικνύεται προφητικός lifo.gr, 27.1.2016
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτεπίστροφος
|