Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτεπίστροφος η αυτεπίστροφη το αυτεπίστροφο
      γενική του αυτεπίστροφου της αυτεπίστροφης του αυτεπίστροφου
    αιτιατική τον αυτεπίστροφο την αυτεπίστροφη το αυτεπίστροφο
     κλητική αυτεπίστροφε αυτεπίστροφη αυτεπίστροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτεπίστροφοι οι αυτεπίστροφες τα αυτεπίστροφα
      γενική των αυτεπίστροφων των αυτεπίστροφων των αυτεπίστροφων
    αιτιατική τους αυτεπίστροφους τις αυτεπίστροφες τα αυτεπίστροφα
     κλητική αυτεπίστροφοι αυτεπίστροφες αυτεπίστροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτεπίστροφος < αυτό- + στρέφω

  Επίθετο επεξεργασία

αυτεπίστροφος, -η, -ο

  • αυτός ο οποίος επιστρέφει από μόνος του εκεί από όπου ξεκίνησε
    ※  Ο μύθος της αποσιωπήσεως του γεγονότος με την απόλυτη απαγόρευση θα γυρίσει ως αυτεπίστροφος εις βάρος της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κύριοι συνάδελφοι.από Συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, 10 Δεκεμβρίου 2002
    ※  Ο αυτεπίστροφος κύκλος που κάνει ο Μποντ, το 2006, με την Αston Μartin έξω από κείνο το Καζίνο στις Μπαχάμες, φτάνοντας, τρόπον τινά, ακαριαία εκεί όπου το εκεί εννοείται ανεπισήμως ως ΕΔΩ, αποδεικνύεται προφητικός lifo.gr, 27.1.2016

  Μεταφράσεις επεξεργασία