Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεπίστρεπτα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

ανεπίστρεπτα

  1. αυτά που δεν πρόκειται να επιστραφούν
    δανεικά και ανεπίστρεπτα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία