επιστροφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιστροφή < αρχαία ελληνική ἐπιστροφή < ἐπιστρέφω < ἐπί + στρέφω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.stɾoˈfi/
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιστροφή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιστρέφω