Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυρισμός οι γυρισμοί
      γενική του γυρισμού των γυρισμών
    αιτιατική τον γυρισμό τους γυρισμούς
     κλητική γυρισμέ γυρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυρισμός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυρισμός < (γυρίζω) γυρισ- + -μός [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυρισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γυρίζω και γύρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυρισμός < (γυρίζω) γυρισ- + -μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυρισμός αρσενικό

  1. ο γυρισμός, η επιστροφή, η επάνοδος
  2. (για τον τροχό του Χρόνου) η στροφή, το γύρισμα του χρόνου

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γύρος

  Πηγές επεξεργασία