στροφή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στροφή | οι | στροφές |
γενική | της | στροφής | των | στροφών |
αιτιατική | τη | στροφή | τις | στροφές |
κλητική | στροφή | στροφές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στροφή < αρχαία ελληνική στροφή
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στροφή θηλυκό
- η αλλαγή πορείας
- η αλλαγή στάσης, απόψεων και συμπεριφοράς
- η καμπή του δρόμου
- (ναυτιλία) η αλλαγή πορείας του σκάφους προς τα δεξιά ή τα αριστερά με χειρισμό του πηδαλίου
- η περιστροφή
- η μπαλαρίνα έκανε δυο στροφές γύρω από τον εαυτό της
- (ποίηση) ομάδα στίχων που χωρίζεται από τους υπόλοιπους με κενή γραμμή
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- το μυαλό του / της παίρνει στροφές : αντιλαμβάνεται εύκολα
- στροφή 180 μοιρών: (μεταφορικά) η ολοκληρωτική αλλαγή στάσης / άποψης πάνω σε ένα θέμα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στροφή ποιήματος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
στροφή < στρέφω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στροφή θηλυκό
- η ενέργεια του στρέφω
- ελιγμός
- (μεταφορικά) πανουργία